τσιν

τσιν
(II)
το, Ν
άκλ. μετρολ. μονάδα βάρους τής Καμπότζης και τού Χονγκ Κονγκ, ισοδύναμη με 605 γραμμάρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Τσιν — οι, Ν άκλ. εθνολ. ομάδα ορεινών φυλών μογγολικής προέλευσης που κατοικεί στο νοτιότερο τμήμα τών οροσειρών οι οποίες χωρίζουν τη Βιρμανία από την Ινδία …   Dictionary of Greek

  • Κου Kάι-τσιν — (Ku K’ai chih, 4ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ζωγράφος. Πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του υπάρχουν μεταξύ των ετών 345 405. Ήταν ποιητής, ενεργός ταοϊστής και θεωρητικός της τέχνης, διάσημος στην εποχή του για τις προσωπογραφίες συγχρόνων του και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • κομφουκιανισμός — Πολιτικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που έλαβε την ονομασία του από τον Κινέζο φιλόσοφο Κοφούκιο (βλ. λ.). Το σύστημα αυτό διαδόθηκε και πέρα από τα σύνορα της Κίνας (Κορέα, Ιαπωνία) και αναπτύχθηκε, στην πορεία των αιώνων, από άλλους… …   Dictionary of Greek

  • μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… …   Dictionary of Greek

  • απροσδιόριστη ανάλυση — Ο κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με την έρευνα των ακέραιων λύσεων ενός αλγεβρικού συστήματος από μία ή περισσότερες εξισώσεις με ακέραιους συντελεστές. Πολλά πρακτικά ζητήματα οδηγούν σε προβλήματα α.α. και αυτός είναι o λόγος που τα… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδοκίνα — (Indochina). Η ανατολικότερη από τις τρεις μεγάλες χερσονήσους της νότιας Ασίας. Περιλαμβάνεται μεταξύ της Ινδίας και της Κίνας (γι’ αυτό έλαβε και την ονομασία Ι.). Στα ΒΔ ορίζεται από την αλυσίδα Αρακάν και στα Β από το υψίπεδο του Γιουνάν.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”